- φθεγγομένου
- φθέγγομαιutter a soundpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣщанъ — (1*) прич. страд. прош. к вѣщати: помышлѩюще се ѹставити имать. дх҃вна коѥго о҃ца б҃оносна инѣмь же ˫азы комь сѹщю. неѹсвершено и чисто. на красотѹ вѣщано. мало же ѡт него реченоѥ. разѹмѣти могѹще (φθεγγομένου) ПНЧ XIV, 8г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek